ἐξασκήσει

ἐξασκήσει
ἐξασκέω
adorn
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξασκέω
adorn
fut ind mid 2nd sg
ἐξασκέω
adorn
fut ind act 3rd sg
ἐξασκέω
adorn
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐξασκέω
adorn
fut ind mid 2nd sg
ἐξασκέω
adorn
fut ind act 3rd sg
ἐξᾱσκήσει , ἐξασκέω
adorn
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἐξᾱσκήσει , ἐξασκέω
adorn
futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

  • εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”